- Μουρ, Χένρι
- I
(Henry Moore, Κάστιλφορντ, Γιορκσάιρ 1898 – 1986). Άγγλος γλύπτης. Μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, στον οποίο έλαβε μέρος, σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Λιντς και στο Κολέγιο των Τεχνών του Λονδίνου. Τη μόρφωσή του συμπλήρωσε η μελέτη των συλλογών ετρουσκικής, σουμερικής, αιγυπτιακής και προκολομβιανής γλυπτικής του Βρετανικού Μουσείου και η επίδραση μερικών μεγάλων σύγχρονων καλλιτεχνών, του Γιάκομπ Επστάιν, του Κονσταντέν Μπρανκούζι, του Πικάσο κ.ά. Η «Μητέρα και γιος» (1925, Πινακοθήκη του Μάντσεστερ), θέμα που τον απασχόλησε συχνά στα πρώτα χρόνια της δραστηριότητας του, και η «Ξαπλωμένη μορφή» (1928, Πινακοθήκη Λιντς), μία από τις πρώτες πραγματοποιήσεις ενός άλλου θέματος που συνεχώς επανέρχεται στη γλυπτική του, είναι δείγματα αντιπροσωπευτικά της πρώτης δεκαετίας της εργασίας του. Μεταξύ του 1934 και του 1939 τα γλυπτά του παρουσιάζουν μεγαλύτερη αφαίρεση, αφομοιώνοντας στοιχεία υπερρεαλιστικής έμπνευσης. Ο Μ. τείνει να παρουσιάσει πρόσωπα και μορφές σαν να ανήκουν, χωρίς διακοπή της συνέχειας, στον ανόργανο κόσμο, στον οποίο φαίνεται να αποδίδει μια μυστική ζωτικότητα. Έτσι παρουσιάζει τις μορφές του να κατέχονται από σκοτεινούς εφιάλτες, όπως αποδεικνύουν τα περίφημα σχέδια των πρώτων χρόνων του πολέμου, εμπνευσμένα από τη ζωή των κατοίκων του Λονδίνου μέσα στα αντιαεροπορικά καταφύγια. Από το τέλος του πολέμου ο Μ. αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους γλύπτες. Από τα πολυάριθμα έργα του είναι: οι «Τρεις Μορφές» του Μπάτερσι Παρκ (1948), το σύμπλεγμα «Βασιλιάς και Βασίλισσα», που τοποθετήθηκε το 1953 κοντά στο Σόχεντ – στο σκοτικό οροπέδιο, η «Ξαπλωμένη μορφή» του μεγάρου της UNESCO στο Παρίσι (1957) και η «Μορφή» (1962) της Εταιρείας Νόντλερ στη Νέα Υόρκη.II
«Βασιλιάς και βασίλισσα» (1953), χαρακτηριστικό έργο του Άγγλου γλύπτη Χένρι Μουρ.
(Henry More, Γκράνθαμ, Λίνκολνσαϊρ 1614 – Κέμπριτζ 1687). Άγγλος φιλόσοφος. Από οικογένεια καλβινιστών, μετά τις σπουδές του στο Ίτον και στο Κέιμπριτζ, πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στην τελευταία αυτή πόλη ως fellow (εντεταλμένος υφηγητής) του Christ’s College. Υπέστη την επίδραση του Κάντγουερθ και του Ντεκάρ, αλλά προπάντων των ιταλικών πλατωνικών ρευμάτων, των οποίων τόνισε τις μυστικιστικές και θεοσοφικές πλευρές. Έγραψε πολλά έργα σε στίχους και σε πεζό, μεταξύ των οποίων το Encheridion ethicum (1669), που θεωρείται το χαρακτηριστικότερο έργο του αγγλικού νεοπλατωνισμού.
Dictionary of Greek. 2013.